τριχοειδής

τριχοειδής
-ές, ΝΑ
όμοιος με τρίχα (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῑς σωλῆνες», Γαλ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα τριχοειδή
ανατ. λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν σημαντικά στοιχεία τής κυκλοφορίας τού αίματος και τής λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία
2. φρ. α) «τριχοειδές νερό»
γεωλ. εδαφικό νερό πάνω από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, γύρω από τα σωματίδια τού εδάφους και στα διάκενά τους, με τη μορφή ενός συνεχούς υμενίου
β) «τριχοειδής βρογχίτιδα» — βλ. βρογχίτιδα
γ) «τριχοειδής σωλήνας»
φυσ. σωλήνας πολύ μικρής διατομής, στον οποίο είναι εμφανής η ανάπτυξη τών τριχοειδικών φαινομένων
δ) «τριχοειδή φαινόμενα»
φυσ. τα τριχοειδικά φαινόμενα.
επίρρ...
τριχοειδῶς Α
με τριχοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -ειδής*. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. trichoid].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριχοειδής — like a hair masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. που μοιάζει με τρίχα: Τριχοειδή αγγεία. 2. το ουδ. ως ουσ., τριχοειδές, το κεφάλαιο της μοριακής φυσικής που εξετάζει τα τριχοειδή φαινόμενα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχοειδῆ — τριχοειδής like a hair neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριχοειδής like a hair masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριχοειδής like a hair masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδεῖς — τριχοειδής like a hair masc/fem acc pl τριχοειδής like a hair masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδέα — τριχοειδής like a hair neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τριχοειδής like a hair masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδές — τριχοειδής like a hair masc/fem voc sg τριχοειδής like a hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδέσι — τριχοειδής like a hair masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδέσιν — τριχοειδής like a hair masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδῶν — τριχοειδής like a hair masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριχοειδῶς — τριχοειδής like a hair adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”